- αρνευτήρ
- ἀρνευτήρ, ο (Α)1. ο ακροβάτης2. ο δύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνευτήρ, σύμφωνα με αρχαία ήδη ετυμολογία της λέξης, ανάγεται στο αρήν, αρνός «πρόβατο», λόγω των κινήσεων των αρνευτήρων («ακροβατών») κατά τις κυβιστήσεις, που έδιναν την εντύπωση ότι χτυπούσαν τον αέρα με κέρατα, όπως τα κριάρια. Η υπόθεση αυτή δυνατόν να ευσταθεί, αν ο τ. αρνευτήρ συνδεθεί μάλλον με το αρνειός «κριάρι» παρά με το αρήν «πρόβατο»].
Dictionary of Greek. 2013.